- ποντικοφάρμακο
- το, Νδηλητήριο για εξολόθρευση ποντικών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποντικοφάρμακο — το φάρμακο, δηλητήριο για εξόντωση ποντικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζερνίκι — το ποντικοφάρμακο που περιέχει αρσενικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σερνίκι < ασερνίκι < αρσενίκι < αρσενικό] … Dictionary of Greek
κουμαρίνη — Χημική ετεροκυκλική ένωση με μοριακό τύπο C9H6O2, η οποία συναντάται σε πολλά φυτά, από τα οποία παραλαμβάνεται με εκχύλιση ή συνθετικά ξεκινώντας από απλούστερες ενώσεις, κατά την αντίδραση των Μπερτανίνι Πέρκιν. Πρόκειται για στερεή,… … Dictionary of Greek
μυοκτόνος — ο (ΑΜ μυοκτόνος, ον) αυτός που σκοτώνει τα ποντίκια («γαλῆν τῶν μυοκτόνων», Τζέτζ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μυοκτόνο φάρμακο με το οποίο εξολοθρεύονται τα ποντίκια, ποντικοφάρμακο αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ μυοκτόνος είδος τού φυτού ακονίτου, το… … Dictionary of Greek